Η έννοια των εντοπισμένων ελλειμμάτων του οπτικού πεδίου, τα οποία θα μπορούσαν να οριοθετηθούν, άρχισε με την ανακάλυψη της τυφλής κηλίδας του Mariotte το 1668.
Στα 1708, ο Boerhaave είχε ήδη επίγνωση της ύπαρξης των σκοτωμάτων.
Ο Thomas Young (1801) έκανε ακριβείς μετρήσεις του φυσιολογικού οπτικού πεδίου και της φυσιολογικής τυφλής κηλίδας. Ο Von Graefe περιέγραψε πρώτος τη βλάβη των οπτικών πεδίων και την εμφάνιση των παρακεντρικών σκοτωμάτων στο γλαύκωμα. Η εισαγωγή του περιμέτρου από τον Forster (1869) επιβεβαίωσε τις περιφερικές αλλοιώσεις του οπτικού πεδίου στο γλαύκωμα. Ο Bjerrum (1889), χρησιμοποιώντας την τεχνική του πεδιομέτρου, προετοίμασε το δρόμο για την ανακάλυψη των πρώιμων κεντρικών γλαυκωματικών αλλοιώσεων του οπτικού πεδίου και κατέστησε δυνατές τις πρώτες απόπειρες της δια περιμέτρου ποσοτικής μέτρησης του οπτικού πεδίου. Οι μελέτες των Ronne, Traquair και Peters προσδιόρισαν τις διάφορες διατάξεις των εντοπισμένων διαταραχών του οπτικού πεδίου, που χαρακτηρίζουν το γλαύκωμα.
Ο Goldmann (1945) εισήγαγε το περίμετρό του, που τυποποίησε το μέγεθος του στόχου, τη φωτεινότητα και το φωτισμό του φόντου (backround), προετοιμάζοντας το έδαφος για την ανάπτυξη των μεγαλύτερης ακρίβειας μεθόδων εκτίμησης του οπτικού πεδίου στη σημερινή εποχή. Η περιγραφή της στατικής καταγραφής των οπτικών πεδίων δια του περιμέτρου από τον Sloan (1939) και η πρακτική εισαγωγή της στατικής περιμετρίας από τους Harms και Aulhorn (1962) οδήγησε στην επανεκτίμηση των πρώιμων γλαυκωματικών ελλειμμάτων. Οι Aulholm και Harms καθώς και ο Drance διαπίστωσαν ότι μεμονωμένα παράκεντρα σκοτώματα είναι συνήθη πρώιμα ελλείμματα του οπτικού πεδίου στο γλαύκωμα. Διαπιστώθηκε ότι όταν απουσιάζουν τα παράκεντρα σκοτώματα, παρατηρούνται κεντρικά και περιφερικά ρινικά ελλείμματα, αλλά πιο συχνά, συνδέονταν με τα παράκεντρα ελλείμματα. Τότε συνειδητοποιήθηκε ότι μεμονωμένα περιφερικά ελλείμματα, ιδιαίτερα ρινικά αλλά περιστασιακά και κροταφικά, θα μπορούσαν να σημειωθούν και μερικές φορές ήταν τα πρωϊμότερα εντοπισμένα ελλείμματα του οπτικού πεδίου. Οι μελέτες του Aulhorn και άλλων, του Armaly και Phelps και άλλων έδειξαν ότι τα ελλείμματα συνέβαιναν περισσότερο συχνά στο άνω τμήμα του οπτικού πεδίου και ήταν επίσης εγγύτερα στην προσήλωση στα άνω πεδία. Η γενικευμένη μείωση της ευαισθησίας του οπτικού πεδίου και η διεύρυνση και απογύμνωση της τυφλής κηλίδας είχαν τονιστεί ήδη στο παρελθόν, αλλά αυτές οι βλάβες δεν πρέπει να θεωρούνται χαρακτηριστικές γλαυκωματικές αλλοιώσεις επειδή μπορούν να οφείλονται σε διάφορους άλλους παράγοντες όπως η περιθηλαία ατροφία, διαθλαστικό σφάλμα, φαρμακευτική μύση.
Ο Werner και άλλοι (1977) διαπίστωσαν ότι η εντοπισμένη διακύμανση της ευαισθησίας ήταν πρόδρομος των συνακόλουθων εντοπισμένων ελλειμμάτων του οπτικού πεδίου σε γλαυκωματικούς ασθενείς. Με την καθιέρωση του αυτοματοποιημένου περιμέτρου στη δεκαετία του 1970 από τον Lynn, Fankhauser, και άλλους, κατέστη σαφές ότι οι γενικευμένες αλλαγές στο κατώφλι (threshold) του διαφορικού φωτός και η αυξημένη εντοπισμένη διακύμανση εμφανίζονται πριν από τις δεσμιδικού τύπου αλλοιώσεις του οπτικού πεδίου. Παρομοίως, άλλες ψυχοφυσικές διαταραχές, συμπεριλαμβανόμενων και των διαταραχών στην αντίληψη των χρωμάτων, η ευαισθησία στις αντιθέσεις και οι δεκτικές, τύπου οπτικού πεδίου, διαταραχές μπορούν να επισυμβούν πριν την εντοπισμένη ή δεσμιδικού τύπου βλάβη του οπτικού πεδίου.
Γενικευμένη μείωση της αμφιβληστροειδικής ευαισθησίας
Οι Αulhorn και Harms το 1966 σε μία μελέτή τους επί 2684 οφθαλμών, γλαυκωματικών και ύποπτων για γλαύκωμα ασθενών, με στατική περιμετρία, βρήκαν ότι το 31% είχε φυσιολογικά οπτικά πεδία και από τους υπόλοιπους, το 38% είχε μια γενικευμένη μείωση της αμφιβληστροειδικής ευαισθησίας. Ο Armaly διαπίστωσε ότι 6 από τους 100 ασθενείς με αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, είχαν μείωση της αμφιβληστροειδικής ευαισθησίας. Οι Drance και Lakowski εξέτασαν ασυμμετρικούς ασθενείς στους οποίους ο ένας οφθαλμός είχε δεσμιδικού τύπου ελλείμματα του οπτικού πεδίου. Η κεντρική αμφιβληστροειδική ευαισθησία αυτού του οφθαλμού συγκρινόμενη με την κεντρική αμφιβληστροειδική ευαισθησία του άλλου οφθαλμού που δεν είχε ελλείμματα βρέθηκε μειωμένη μόνο στο 30% περίπου των περιπτώσεων. Ο Werner και άλλοι ανέφεραν, ανεξάρτητα ο ένας απ' τον άλλο παρόμοια πορίσματα.
Αν μια γενικευμένη μείωση της αμφιβληστροειδικής ευαισθησίας προηγείται ενός εντοπισμένου δεσμιδικού ελλείμματος, θα μπορούσε κανείς να περιμένει να μειώνεται πάντα η αμφιβληστροειδική ευαισθησία των βλαβέντων οφθαλμών, σε σύγκριση με τον ακέραιο διπλανό υγιή οφθαλμό. Οι Hart και Becker διαπίστωσαν ότι 35,6% των οφθαλμών που συνέχισαν να αναπτύσσουν εντοπισμένα ελλείμματα του οπτικού πεδίου, παρουσίασαν διεύρυνση της τυφλής κηλίδας και 31% εμφάνισαν μείωση της κεντρικής αμφιβληστροειδικής ευαισθησίας.
Κατά συνέπεια, σ' όλες αυτές τις μελέτες, περίπου τα δύο τρίτα των ασθενών δεν εμφάνισαν γενικευμένη μείωση της αμφιβληστροειδικής ευαισθησίας, συνδεδεμένη με την ανάπτυξη κλασικής, δεσμιδικού τύπου, βλάβης του οπτικού πεδίου.
Οι Hart και Becker διαπίστωσαν ότι η μείωση της αμφιβληστροειδικής ευαισθησίας εμφανιζόταν σε σημαντικό βαθμό πιο συχνά στη διάρκεια του χρόνου πριν την εμφάνιση των τελικών ελλειμμάτων του οπτικού πεδίου, σε σύγκριση με μια ομάδα ελέγχου που δεν ανέπτυσσε, στην συνέχεια, ελλείμματα του οπτικού πεδίου.
Μπορούμε, λοιπόν, να συνάγουμε ότι, αν και η μείωση της αμφιβληστροειδικής ευαισθησίας εμφανίζεται σε οφθαλμούς, που πιθανώς θα αναπτύξουν εντοπισμένα ελλείμματα του οπτικού πεδίου, η πλειονότητα των εντοπισμένων ελλειμμάτων δε συνοδεύεται από μία τέτοια μείωση της ευαισθησίας ούτε και υπάρχει περίπτωση να προηγείται αυτή η μείωση.
Το ενδιαφέρον γι' αυτή τη γενικευμένη μείωση της ευαισθησίας αναζωπυρώθηκε από ποσοτικές μελέτες των νευραξόνων του οπτικού νεύρου. Οι Airaksinen και Tuulonen απέδειξαν ότι εντοπισμένη απώλεια δέσμης νευρικών ινών καθώς επίσης και διάχυτη απώλεια των νευρικών ινών στον αμφιβληστροειδή προηγείται των ελλειμμάτων του οπτικού πεδίου. Οι διαταραχές άλλων ψυχοφυσικών λειτουργιών όπως η λειτουργία του βοθρίου, η αίσθηση του χρώματος, η ευαισθησία στη χωρο-χρονική αντίθεση και οι δεκτικές, τύπου οπτικού πεδίου, λειτουργίες που εμφανίστηκαν πριν την ανάπτυξη των ελλειμμάτων του οπτικού πεδίου, απέδειξαν περαιτέρω ότι προηγούνται αυτών των ελλειμμάτων του οπτικού πεδίου άλλες γενικευμένες διαταραχές.